- παρακεί
- και παρέκει και παρακείθες / παρεκεῑ, ΝΑ(τοπ. επίρρ.) νεοελλ. πιο κει, πιο πέρα, λίγο πιο πέρα από ένα συγκεκριμένο τοπικό σημείοαρχ.εκεί περίπου.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + εκεί(θες)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρέκει — και παρακεί και παρακείθε(ς) / παρέκει ΝΜ επίρρ. 1. πιο πέρα, σε απόσταση από ένα σημείο, παραπέρα, μακρύτερα («κάνε παρέκει» πήγαινε πιο πέρα) 2. μτφ. φρ. «ως εδώ και μη παρέκει» αρκεί ως εδώ, φτάνει πια, αυτή η κατάσταση δεν πάει άλλο, μην… … Dictionary of Greek
παρέκει — και παρακεί επίρρ. τοπ., πιο εκεί, παραπέρα: Κάνε παρακεί να καθίσω κι εγώ. – Ως εδώ και μη παρέκει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
COMOPOLIS — Assyriae oppid. Ptol. Imo appellativa vox est, et vicum proprie notat moenibus septum, uti plus quam κώμη, sic minus, quam πόλις: Cuiusmodi Κωμοπόλεις multae olim in Babylonia et Assyria fuêre, uti videre est, apud Isidorum, in Mansionibus… … Hofmann J. Lexicon universale